Το παιδάκι του Μωριά – Ποιήματα της Επαναστάσεως


 




 Το παιδάκι του Μωριά


Μ ΄ αυλακωμένη την καρδιά μ ΄ αυλακωμένο μέτωπο

Με κεραυνούς στα χείλη σου μιας πρώιμης καταιγίδας

Μικρό μου αδέρφι απ ΄ το Μωριά παιδάκι μου πού τρέχεις

Με σφαίρες για παιχνίδια σου και για σκουφί τον ήλιο;


Εσύ απ ΄ τα δάση τρέφεσαι κι απ ΄ τα νερά των βράχων

Θερίζεις, κι απ ΄ τ ΄ αλώνι σου σε ξένους πάει το στάρι

Χωρίς ποτέ να σε ρωτούν χωρίς ποτέ να ορίζεις

Τη γη σου που τη νέμονται λογιώλογιώνε αφέντες.


Τώρα μια χούφτα σούμεινε χώμα καψαλιασμένο

Μια χούφτα χώμα να σκεπάσεις τόσους πολλούς νεκρούς

Δύο σπιθαμές σιτάρι να θερίσεις την αρφάνια σου

Κι ένα λαγήνι με νερό για το μακρύ σου δρόμο.


Σ ΄ έσφαξαν σε ρημάξανε παιδάκι μου σε καίνε

Μα εσύ’ σαι πάντα ζωντανό και στην καρδιά σου ανθίζουν

Τα ρόδα της Μονεμπασιάς που γίνονται ένα αυλάκι

Με καταπόρφυρο αίσθημα για μοιρολόι της Μάνης.


Τώρα το ξέρω ποια βουή απ’ το χώμα σου ανεβαίνει

Γιατί ζητάς τη μάννα σου κι αυτή σε μια χαράδρα

Μ’ ένα παιδί στα σπλάχνα της σφαγμένη σε φωνάζει

Την ώρα που ο πατέρας σου πλάι στα δυο σου αδέρφια

Στο Μονοδέντρι ασάλευτοι σαπίζουν κρεμασμένοι.


Παιδί μ’ ατέλειωτη καρδιά γυμνό κυνηγημένο

Βόγγεις παλεύεις καίγεσαι σβήνεις ξαναγεννιέσαι

Παιδί από δάκρυα και θυμό πλασμένο βουρκωμένο

Ψυχή στο ηφαίστειο του Μωριά την έκρηξη ετοιμάζεις.


Ντουφέκι Μωραΐτικο  βιτσιά στον ύπνο του Μωριά

Μπαρούτι ανάβει στην τραχειά γλώσσα του Παπαφλέσσα

Κολοκοτρώνη αγριόγατε φωτιά τσεκούρι ατρόχιστο

Λαέ μου αντάρτη αδέρφι μου λαέ Νικηταρά

Να το παιδί τα ’αδάμαστο


(Μήτσος Λυγίζος, ενότητα:  Η αλλαγή, 1943-1947)


Στο ποίημα μας το Ελληνόπουλο, είναι τραυματισμένο ψυχικά όσο και σωματικά συνεχίζει να τρέχει και να έχει για παιχνίδια του σφαίρες κάτω από τον ήλιο. Επίσης, τα υπάρχοντα του είναι τόσο λίγα που το μόνο «ρούχο» που έχει να το ζεσταίνει είναι ο ήλιος. Μένει στα βουνά και στις σπηλιές, για να αποφύγει τον ξένο κατακτητή και να οργανώσει την επίθεσή του σε εκείνον που χρειάζεται να είναι αιφνιδιαστική αφού ο εχθρός είναι πολύ πιο οργανωμένος και έχει πολυάριθμο στράτευμα. Ο κατακτητής, είτε Οθωμανός είτε Γερμανός, αρπάζει  τη σοδειά, τον κόπο του Έλληνα χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν.  Έτσι, ο Έλληνας μένει με μια χούφτα Γη, ελάχιστη τροφή και νερό, χωρίς, ωστόσο, να ξεχνά να τιμά τους νεκρούς του και να τους θάβει ακόμη και με αυτό το λίγο χώμα που του έχει απομείνει. Με αυτή την ελάχιστη  Γη, την τροφή και το νερό τονίζεται πως  ο Έλληνας έχει να πραγματοποιήσει πολλά πράγματα με λίγα υλικά. Μάλιστα, όσο και να βασανιστούν οι Έλληνες, όσο και να κακοποιηθούν, θα παραμείνουν πάντα στη ζωή, αντλώντας δύναμη από τη φύση και την αγάπη για την πατρίδα. 

Στη συνέχεια, ο ποιητής δηλώνει ότι οι νεκροί καλούν τους ζωντανούς να συνεχίσουν τον αγώνα και ας διαγράφεται ολοκάθαρα ο θάνατος στο τέλος της πορείας τους. Οι ψυχές των νεκρών θα μένουν πάντα μαζί με τους ζωντανούς. Όλη αυτή η οργή για την υποδούλωση και η λύπη για το θάνατο των δικών του σιγοκαίει στα σπλάχνα του παιδόπουλου σα λάβα και  θα εκραγούν σαν ηφαίστειο. Αυτή η έκρηξη θα φέρει την Επανάσταση με αποτέλεσμα  να γεννηθούν όλοι οι μεγάλοι άνδρες:  Παπαφλέσσας, Κολοκοτρώνης, Νικηταράς. Αυτοί είναι το παιδάκι του Μωριά.

(Ελισάβετ Ζαννή)